Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΡΙΤΣΟΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Ο Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Συνεισέφερε επίσης ποιήματα στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού. Το1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ιδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος» και το 1937 «Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύεται με την παιδίατρο Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη κι ένα χρόνο αργότερα γεννιέται η -μοναδική- κόρη τους Ελευθερία (Έρη). Το 1956, τον ίδιο χρόνο δηλαδή, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ. Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ 

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Γ.ΡΙΤΣΟΥ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ


Για να εκφράσει τις ιδέες του, ο ποιητής πλάθει μια σειρά από εικόνες και μεταφορικές εκφράσεις, χρησιμοποιώντας διάφορα σύμβολα: τα δέντρα, τις πέτρες, τα πρόσωπα, τις καρδιές, το τοπίο, τις ελιές, τα αμπέλια, το νερό, το φως κτλ.. Με αυτά προβαίνει σε τολμηρές συνδέσεις λέξεων και συνθέτει εικόνες που αντιβαίνουν στην κοινή λογική του ανθρώπου και οι οποίες πολλές φορές αιφνιδιάζουν τον αναγνώστη με το παράλογο και το απροσδόκητο που δημιουργούν και θέτουν σε κίνηση τη φαντασία του υποβάλλοντάς του τις συναισθηματικές καταστάσεις και τα νοήματα που υποδηλώνουν. Το ποίημα λοιπόν αυτό, δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη να φανταστεί, να περιπλανηθεί στον κόσμο του Ρίτσου και να βιώσει τις δύσκολες στιγμές που πέρασε η Ελλάδα όταν αγωνιζόταν για την επιβίωση της από τους κατακτητές.

Οι εικόνες που απηχούν τον υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής είναι αυτές που χαρακτηρίζονται για την τόλμη με την οποία αποδίδονται τα μεταφορικά νοήματα. Οι λέξεις συνδέονται με τέτοιο τρόπο που προκαλούν έκπληξη στον αναγνώστη:
α) Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό…σγίγγει τα δόντια
β) Μαρμάρωναν τα δέντρα….στον ασβέστη  του ήλιου
γ) Η ρίζα σκοντάφτει στο μάμαρο.
δ) Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’την πίκρα τους.
στ) Όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’απ’τ’άγρια γένια τους.
ε) Όταν κοιμούνται, δώδεκα…τσέπες τους.
ζ) Από τις τρύπες….ο θάνατος.
η) Γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
θ) Και κάθε αυγή χιλιάδες….του ορίζοντα

Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια                                           
γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
ταμπούρλα

Ο συγγραφέας αποδίδει το συνεχές αγώνα των Ελλήνων αναφέροντας ότι το χέρι και το ντουφέκι τους έχουν γίνει ένα, ενώ η ψυχή και το χέρι τους ταυτίζονται καθώς εμπνέονται από τα υψηλά τους ιδανικά. Τα ουσιαστικά αστέρι, ήλιος, χελιδόνι σηματοδοτούν το αίσθημα ελπίδας των αγωνιστών που παρόλο  τα πάθη και τα παθήματα και αν και γνωρίζουν πως ο θάνατος παραμονεύει αυτοί είναι αποφασισμένοι να αγωνιστούν για τη λευτεριά. Τι και αν υποφέρουν από στερήσεις και θανάτους , η δύναμη τους είναι ασύλληπτη δίνοντας έτσι το μήνυμα της ζωής. Ο Ρίτσος χρησιμοποιεί τη λογική αυτή αντίφαση της ζωής και του θανάτου επιθυμώντας να δείξει την αισιοδοξία και την ελπίδα τόσο των αγωνιστών όσο και όλων των Ελλήνων καθώς αυτός ο αγώνας είναι αγώνας επανάστασης και απελευθέρωσης από τους κατακτητές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.


Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΙΖΑΜΠΕΛΑΣ ΜΟΛΝΑΡ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ(1913-1981)
Γεννήθηκε στα Γιάννενα. Φοιτητής ακόμα της Νομικής εξορίστηκε από τη δικτατορία του Μεταξά. Στην Κατοχή πήρε μέρος στην αντίσταση. Έζησε πολλά χρόνια (1949-1974) ως πολιτικός πρόσφυγας στην Ουγγαρία και στο Ανατολικό Βερολίνο. Συμπλήρωσε τις νομικές σπουδές του με φιλολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Χιούμπολτ. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Χωρίς  ριζοσπαστικούς νεοτερισμούς στη γραφή, καλλιεργεί τη ρεαλιστική αφήγηση, χρησιμοποιώντας όμως μια γλώσσα πολύ δραστική. Συμπάσχει με τους ήρωές του, που η μοίρα τους παρουσιάζεται να είναι στενά δεμένη με τις κοινωνικές συνθήκες ή τις κοινωνικές ανακατατάξεις.

      ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ
Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ έχει την μορφή δοκιμίου. Προσεγγίζει θεωρητικά το πρόβλημα της σχέσης, της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της ζωής του καλλιτέχνη  ταυτόχρονα συνδυάζεται και με το διήγημα που έχει ολοκληρωμένη δομή και προχωρημένες αφηγηματικές τεχνικές. Το δοκίμιο, όπως το δηλώνει και η λέξη, είναι μια δοκιμή, μια απόπειρα για προσέγγιση και προβληματισμό πάνω σε θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο. Είναι μια σύντομη μελέτη που πραγματεύεται
προβλήματα φιλολογικά,  φιλοσοφικά,  επιστημονικά,  κοινωνικά καθώς
και θέματα λογοτεχνίας. Τα δοκίμια μπορούν να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες με βάση την υποκειμενική ή την αντικειμενική σκοπιά από την οποία αναπτύσσει το θέμα ο δοκιμιογράφος. Άλλοτε, δηλαδή, το δοκίμιο είναι περισσότερο υποκειμενικό και πλησιάζει τη λογοτεχνία και άλλοτε περισσότερο αντικειμενικό και προσεγγίζει στα μη λογοτεχνικά γένη. Στην πρώτη περίπτωση ο δοκιμιογράφος περιδιαβάζει ελεύθερα πάνω σε ένα θέμα και εκφράζει τις προσωπικές παρατηρήσεις, εκτιμήσεις και προβληματισμούς του που αντλεί από τη γενική πείρα της ζωής του. Στη δεύτερη, αποσκοπεί να κρίνει ή να εκλαϊκεύει επιστημονικά θέματα, διασαφηνίζοντας κάποια σημεία που δεν είναι κατανοητά, να μεταδώσει γνώσεις φιλτραρισμένες μέσα από τη δική του προσωπικότητα, να πληροφορήσει και τελικά να πείσει. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω μπορούμε να διαιρέσουμε τα δοκίμια σε δύο βασικά είδη: σε δοκίμια με ελεύθερη οργάνωση (δοκίμια στοχασμού) και σε αποδεικτικά δοκίμια ή πειθούς. Στα πρώτα η δομή είναι συνειρμική, χωρίς  καθαρό διάγραμμα. Αντίθετα, στα αποδεικτικά δοκίμια υπάρχει λογική οργάνωση και η δομή τους είναι απόλυτα διακριτή: πρόλογος, κύριο μέρος, επίλογος.
Ο υποκειμενισμός, πάντως, αποτελεί σταθερό γνώρισμα σε όλες τις μορφές των δοκιμίων και συχνά ορισμένα δοκίμια παίρνουν τον προσωπικό τόνο του ημερολογίου ή της εξομολόγησης. Ένα άλλο γνώρισμα του δοκιμίου είναι το άμεσο, οικείο ύφος που επιτυγχάνεται με τη χρήση προφορικών εκφράσεων. Υιοθετώντας ένα τέτοιο ύφος ο δοκιμιογράφος προσβλέπει στην επικοινωνία με τον αναγνώστη. Μοιάζει σαν να συνομιλεί μαζί του ή να του απευθύνει μια επιστολή.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Αφηγητής στο διήγημα είναι ένας λογιστής ο οποίος τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για μια γλύπτρια την Ιζαμπέλ μοναρχόταν ιστορία της όποιας μας διηγείται εικόνα των έργων της ήταν ασύμβατη με τον τρόπο ζωής της καθώς είχε χαμηλό πνευματικό επίπεδο. Γενικότερη ζωή της ήταν χωρισμένη στα δυο:από την μια πλευρά αυτή της μεγάλης γλύπτριας και από την άλλη της αδιανόητα κοινότατης και ιδιότροπης γυναίκας, όσο πιο μεγάλο το έργο της, τόσο πιο κενή και αδεία η ζωή της. Μετά από κάποιο διάστημα παντρεύτηκε και για χάρη του συζύγου της μπήκε τάξη σε όλους τους τομείς της ζωής της. Αυτή η  αλλαγή την έκανε ευτυχισμένη, πιο ζέστη και ήρεμη με τους ανθρώπους, όμως τα έργα της αντανακλούσαν μια δεξιότητα, μια κακοτεχνία. Έξι μήνες αργότερα μη αντέχοντας τις καταστάσεις τις οποίες βίωνε σκοτώνει τον άντρα της και καταστρέφει τα έργα τα οποία είχε δημιουργήσει κατά την περίοδο που είχε ζήσει μαζί του. Λίγο αργότερα, κλείνεται σε τρελοκομείο και συνεχίζει την παλιά ανισόρροπη ζωή της. Ώσπου, κάποια μέρα του Σεπτέμβρη, την ώρα που δούλευε, άρχισε να βρέχει με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα έργα της. Εκείνη απελπισμένη, προσπάθησε να τα σώσει χωρίς όμως να τα καταφέρει. Τώρα ήταν πιο τρελή από ποτέ και ένα χρόνο αργότερα  πέθανε..                                          

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ
Μέσα από το κείμενο  αποκάλυπτε την επιθυµία του συγγραφέα για  µια  “τελειότερη” κοινωνία, καθώς και η “ανάγκη που αισθάνεται ο άνθρωπος να ξαναφτιάξει τον κόσµο στα δικά του µέτρα”. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η Ιζαμπέλα Μόλναρ πριν από το γάμο της το έργο της ανέδιδε την αίσθηση της ισορροπίας και της συμμετρίας , που προερχόταν από το αρμονικό ταίριασμα ασύμμετρων μεταξύ τους στοιχείων. Ήταν αποτυπωμένη σε αυτό η αίσθηση ικανοποίησης του ανθρώπου που έχει δαμάσει τον κόσμο.  Αντίθετα, μετά το γάμο τα έργα της αρχίζουν να χάνουν την αξία και την ισορροπία τους. Οι μορφές πλέον δεν έχουν αρμονία και προβάλλονται σαν κακόσχημοι όγκοι. Η ηρεμία και η τάξη στην προσωπική της ζωή έχουν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας του καλλιτεχνικού της έργου. Η απέραντη ευτυχία στη προσωπική της ζωή γίνετε αιτία να καταστραφεί η δημιουργικότητά της. Έτσι η Ιζαμπέλα πιστεύοντας πως αν καταστρέψει μόνη της την ευτυχία της θα αναγεννηθεί καλλιτεχνικά , παίρνει την απόφαση να δολοφονήσει τον άνδρα της καταστρέφοντας ό,τι της επισκιάζει την ομορφιά της τέχνης. Όσον αφορά την κοινωνία στην οποία θα ήθελε να ζει ο καλλιτέχνης, ο γλύπτης προσπαθεί να δημιουργήσει μορφές που δεν αντιγράφουν τον εχθρικό και απάνθρωπο γύρω μας κόσμο αλλά αναδεικνύει τη φύση όπως θα την ήθελε αυτός.




Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ-ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ


                                                      Η ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ            
   Η Ελισάβετ Μουτζάν γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα σε ένα αρχοντόσπιτο της Ζακύνθου. Είχε την τύχη και την ατυχία να λάβει κάτι που οι περισσότερες γυναίκες της εποχής της δεν αξιώθηκαν. Μόρφωση. Τύχη, γιατί πλάτυναν οι ορίζοντες και ανακάλυψε την κλίση της. Ατυχία, γιατί ζητούσε πράγματα ανέφικτα για την εποχή της και το φύλο της. Η ίδια ποτέ δεν εξεγέρθηκε ανοιχτά. Ζητούσε ευγενικά, με μεγάλα σε έκταση γράμματα, από τον πατέρα και τον αδερφό της να της επιτρέψουν να ασχοληθεί με τα διαβάσματα της, τα ιερά για την ίδια και αποτέλεσμα παραλογισμού για αυτούς. Και βίωνε την εξής αντίθεση. Αυτά που την απελευθέρωσαν, να είναι και αυτά που την έκαναν να αντιληφθεί την σκλαβιά της. 
Κάποτε προσπάθησε, δειλά και απεγνωσμένα να δραπετεύσει στην Ιταλία, με χαρακτηριστική και παταγώδη σε αποτυχία. Μεταμφιεσμένη και ντυμένη με παλιόρουχα, τριγυρνούσε μέσα στην Ζάκυνθο χωρίς να ξέρει που να πάει -μια και απαγορευόταν στις γυναίκες να κινούνται εκτός σπιτιού- και ώρες μετά ανακάλυψε, βλέποντας της είσοδο τους σπιτιού της, ότι έκανε κύκλους και ακόμα βρίσκονταν στην γειτονιά της. Σαν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του, ξαναμπήκε στην "φυλακή" της και δεν προσπάθησε να ξαναφύγει ποτέ. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί κι ούτε πότε του έμαθε την απουσία της.
Ευγενικά εξεγέρθηκε και εναντίον της μοίρας της, που την ήθελε μονάχα μητέρα και σύζυγο. Η ίδια τόλμησε να ονειρευτεί για τον εαυτό της μια ζωή αφιερωμένη στα βιβλία και στην συγγραφή. Έγραφε ακατάπαυστα, όπως αναφέρει, η ίδια στην "Αυτοβιογραφία". Έγραφε για να θυμάται ποια είναι, θα λέγαμε εμείς. 
Ευγενικά εξεγέρθηκε και εναντίον της προοπτικής του γάμου. Προσπάθησε να πείσει τους δικούς της να της επιτρέψουν να μονάσει, αντί να παντρευτεί, ώστε να έχει το χρόνο να ασχοληθεί με τα αγαπημένα της βιβλία. Και όταν κατάλαβε ότι ούτε κι αυτό της ήταν εφικτό και αντιμετώπισε το δίλημμα γάμος ή θάνατος από μαρασμό κλεισμένη στο σπίτι της, συνθηκολόγησε. Παντρεύτηκε έναν άνθρωπο που δεν εκτιμούσε το 1830, γέννησε ένα γιο και πέθανε λίγο μετά σε ηλικία 31 ετών. Στο δίλημμα γάμος ή θάνατος, η απάντηση που έλαβε ήταν: και Γάμος και θάνατος.
Αλλά, αν άδικη της στάθηκε η ζωή, και η ιστορία φάνηκε ιδιαίτερα σκληρή με την Ελισάβετ Μουτζάν. Το έργο της παρέμεινε τελείως ανέκδοτο ως το 1881, όταν ο γιος της Ελισαβέτιος εξέδωσε λογοκριμένη την "Αυτοβιογραφία" της και κάποια αποσπάσματα από άλλα έργα της, ως συμπλήρωμα σε κάποια δικά του ποιήματα. Και όταν δεν την του προέκυψε η επιτυχία που ονειρευότανε, σταμάτησε την προσπάθεια. Και μια προσπάθεια έκδοσης των έργων της, τη δεκαετία του 1940, σταμάτησε εν την γενέσει της λόγω έλλειψης κονδυλίων. Και τελικά η μοίρα που φοβόταν η Ελισάβετ για τα έργα της μετά τον θάνατό της, η φωτιά, ήταν αυτή που τελικά τα περίμενε. Σε φωτιά που ξέσπασε μετά το μεγάλο σεισμό της Ζακύνθου τα χειρόγραφά των έργων της απανθρακώθηκαν.
Αλλά ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Και έγραψε την "Αυτοβιογραφία" της ως παραδειγματικό εγχειρίδιο. Γιατί ήξερε ότι η ζωή που της είχαν επιβάλλει ήταν ή ίδια με τις ζωές όλων των άλλων γυναικών. Η ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Και το κείμενό της ήταν μια κραυγή διαμαρτυρίας για όλα αυτά που οι άλλοι της επιφύλαξαν ως μοίρα, μια κραυγή με τον τρόπο που ήξερε και τα μέσα που είχε. Η ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Κι ίσως το γεγονός ότι διακόσια χρόνια μετά, στο άλλο άκρο της Ελλάδας ένας τύπος κάθεται και γράφει αυτό το κείμενο, να είναι μια μορφή δικαίωσης...



ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Με τον όρο αυτοβιογραφία χαρακτηρίζουμε συνήθως ένα συνεχές αφηγηματικό κείμενο, στο οποίο ένας άνθρωπος γράφει ο ίδιος την ιστορία της ζωής του (ή ενός μέρους της). Η αυτοβιογραφία πρέπει να διακρίνεται απ' τα  απομνημονεύματα, όπου πάνω απ' όλα δίνεται έμφαση στη συμμετοχή του συγγραφικού υποκειμένου σε σημαντικά γεγονότα της εποχής του (π.χ. τα απομνημονεύματα των πολεμιστών του 1821, εκτός του ότι δεν είναι πάντα γραμμένα από τους ίδιους, δεν αναφέρονται τόσο στη ζωή των ηρώων αυτών όσο στη συμμετοχή τους στον Αγώνα για την ανεξαρτησία). Επίσης με την αυτοβιογραφία συγγενεύει και το ημερολόγιο, με τη διαφορά ότι το τελευταίο είναι ένα κείμενο χωρίς ιδιαίτερη συνοχή, που συνήθως γράφεται με μικρή ή μηδαμινή χρονική απόσταση από τα συμβάντα που περιγράφει. Η αυτοβιογραφία, αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις γράφεται σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο από τα όσα εξιστορεί και σ' αυτό οφείλει τουλάχιστον ένα μέρος της λογοτεχνικότητάς της.
                     ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ - ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ , ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
  
Καθώς  η  συγγραφέας  βρίσκεται  στην  ιδιαίτερη  πατρίδα  της  τη  Ζάκυνθο κατά τη νεανική της ηλικία, φθάνει η χαρμόσυνη είδηση του ξεσηκωμού των Ελλήνων συμπατριωτών εναντίον του τουρκικού ζυγού. Η είδηση αυτή τη χαροποιεί εν μέρει, καθώς και η ίδια Ελληνίδα, νιώθει έντονα την αγάπη για την πατρίδα και τον πόθο της απελευθέρωσης του
έθνους. Από την άλλη όμως, γίνεται η αιτία για να θυμηθεί για άλλη μια φορά τη δική της σκλαβιά που υπαγορεύει η γυναικεία φύση της και γι’ αυτό το λόγο πλημμυρίζει από δυσάρεστα συναισθήματα. Παίρνοντας λοιπόν αφορμή από αυτήν τη δουλεία η οποία δε μπορεί να βρει διέξοδο,  όπως  στην  περίπτωση  των  Ελλήνων,  παραθέτει  αναλυτικά  τους όρους  που  τη  σκιαγραφούν:  πρόωρος  γάμος,  απαγορεύσεις  για  τυχόν απομάκρυνση από το σπίτι, εγκλεισμός μέσα στο σπίτι και απομόνωση από κοινωνικές δραστηριότητες, αποκλεισμός από πνευματικές και δημιουργικές ενασχολήσεις. Γι’ αυτό και η ανησυχία της για την τύχη του πνευματικού  της  έργου  και  της  ιδεολογικής  της  κατάθεσης  μέσα  από μιαν εύστοχη μεταφορά κατακλύζει το τέλος του αποσπάσματος.
                       
                                                               ΓΛΩΣΣΑ-ΑΦΗΓΗΣΗ

Η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου, είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο, που παρ' όλα τα 163 χρόνια που έχει στη ράχη του, δεν έχασε τίποτα από τη φρεσκάδα του. Μέσα απ' αυτό ξεπηδάει, η δραματική μορφή ενός ανθρώπου, "που πάλεψε μονάχη της ενάντια στις βάρβαρες συνθήκες της εποχής της και της τάξης της, που συνειδητοποίησε τη σκλαβιά της και φώναξε, για τον ξεσκλαβωμό του ανθρώπου. Και μια που τα προβλήματα άλλαξαν μόνο μορφή, μα στη βάση τους παραμένουν άλυτα, η Αυτοβιογραφία της Μαρτινέγκου, παραμένει και σήμερα επίκαιρη"

Ως προς τη λογοτεχνική αξία του έργου της, μπορούμε να πούμε, πως το κείμενο διακρίνεται από Αφέλεια και απλότητα, συναισθηματισμό και αυθορμητισμό, δραματικότητα και λυρισμό. Το γράψιμό της, είναι απαλό, βελούδινο "Είναι στιγμές που γίνεται ένα αέρινο ποιήμα. Πολλές φορές έχει μια συναρπαστική δύναμη, ένα δραματικό λαχάνιασμα, που αρπάζει και παρασέρνει τον αναγνώστη στο τρέξιμό του, όπως π.χ. στο επεισόδιο της φυγής από το σπίτι και του γυρισμού"
Γλώσσα: δημοτική με λόγια στοιχεία, χρήση α΄ προσώπου. Ύφος: αυθόρμητο, δραματικό, εξομολογητικό, διαμαρτυρία. Η γλώσσα της συγγραφέα είναι η λαϊκή γλώσσα που βρίσκει κατευθείαν ανταπόκριση στην ψυχή του αναγνώστη και παράλληλα μέσα από την απλότητά της και στο συνεχή/ρέοντα ρυθμό που δημιουργεί μπορεί να  αποδώσει  στο  μέγιστο  τα  συναισθήματα  που  βιώνει  η  ίδια  η  δημιουργός. Τα συναισθήματα αυτά, συναισθήματα ανάμεικτα από χαρά κι από δυσαρέσκεια και αγανάκτηση, συναισθήματα που καταγράφουν τις παλινδρομήσεις της νεανικής και ανήσυχης ψυχής της δε θα μπορούσαν να εκφραστούν με καλύτερο τρόπο παρά μόνο μέσα από τη λαϊκότητα της έκφρασης αλλά και τα πλούσια εκφραστικά μέσα στα οποία καταφεύγει η συγγραφέας.
Αφηγηματικός τρόπος: αυτοβιογραφία ► ομοδιηγητικός ► ταύτιση συγγραφέα- αφηγητή- πρωταγωνιστή
 Ύφος / Mορφή
Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι προσωποποιήσεις των συγγραμμάτων με μικρά παιδιά και της ίδιας με μητέρα,  η καίρια χρήση του ουσιαστικού και του επιθέτου, τα ρητορικά ερωτήματα που μένουν αναπάντητα  στο  τέλος  του  αποσπάσματος  και  απευθύνει  προς  τον  εαυτό της ποικίλουν τη γλωσσική διατύπωση και διαφοροποιούν το ύφος που κυμαίνεται μεταξύ και γοργού έως έντονα θρηνητικού και αγωνιώδους. Τέλος, η χρήση του α΄ γραμματικού προσώπου η οποία άλλωστε συνάδει και με το είδος που η συγγραφέας υπηρετεί, οι επικλήσεις προς τα ίδια τα έργα της αλλά και κάποια επιφωνήματα που υιοθετεί εξασφαλίζουν τη ζωντάνια της αφήγησης αλλά και την αμεσότητα της πρόσληψης του έργου.
                                     
                                                       Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Η  συγγραφέας  απευθύνεται  στον  απλό,  λαϊκό  αναγνώστη  και  άνθρωπο της σημερινής εποχής στον οποίο προσπαθεί μέσα από την εξιστόρηση των προσωπικών της βιωμάτων να μεταφέρει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής αλλά και τα ήθη, έθιμα και κοινωνικές αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας όπως διαμορφώνονται στις αρχές 9ου αιώνα, προκειμένου να έχει, συμβουλευόμενος και άλλες πηγές, μιαν ολοκληρωμένη άποψη και εικόνα για την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν. Η εστίαση στο γεγονός του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα γίνεται για να τονιστεί η σημασία και η αξία του αλλά και η προβολή εννοιών όπως η πατρίδα, η θρησκεία και κυρίως η ελευθερία για τις οποίες πραγματοποιείται ο αγώνας των Ελλήνων υπενθυμίζουν στο σύγχρονο αναγνώστη την αξεπέραστη και διαχρονική αξία τους αλλά και του υποδεικνύουν μια στάση ζωής που είναι γεμάτη από αυταπάρνηση και διαποτισμένη από το φιλελευθερισμό. Παράλληλα, η παρακολούθηση των δεινών της γυναικείας φύσης, δεινών που έχουν να κάνουν με τις καθημερινές τους ασχολίες και δραστηριότητες, ρίχνουν φως  στις  καθιερωμένες  αντιλήψεις  της  εποχής  που  υποστηρίζουν  την κατωτερότητα της γυναίκας, κάνουν αισθητή την αντίθεση με το σήμερα και ίσως βοηθούν τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει τη σημασία της ισότητας όλων των ανθρώπων αλλά και του ελεύθερου πνεύματος που δεν  υποκύπτει  σε  εθελοδουλίες  αλλά  ανυπότακτος  και  ελεύθερος  διαγράφει τη δική του πορεία και τελικά κατακτά την ευτυχία του.
                  

                       Η ΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ-ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Στο  συγκεκριμένο  απόσπασμα  η συγγραφέας,  μας μεταφέρει στην ηλικία των παιδικών και νεανικών της χρόνων, τότε που ο δάσκαλός της ανακοίνωσε στην ίδια και στους υπόλοιπους μαθητές το χαρμόσυνο γεγονός της έναρξης της επανάστασης. Η είδηση ανακοινώνεται με πολλή χαρά, καθώς η Επανάσταση, τόσο στη συνείδηση της ίδιας της συγγραφέας όσο και όλων των Ελλήνων, αποτελεί τον αναγκαίο όρο και αναγκαία προϋπόθεση για την  ποτίναξη του ζυγού της σκλαβιάς και την κατάκτηση στη συνέχεια της ελευθερίας. Από τα λόγια της είδησης, η συγγραφέας μας μεταφέρει κατευθείαν και επικεντρώνει την προσοχή μας στις δικές της αντιδράσεις στο άκουσμα του γεγονότος αυτού. Από τη μια, αντιμετωπίζει το γεγονός σαν γνήσια Ελληνίδα που ταυτιζόμενη κι αυτή με τις έννοιες  της  πατρίδας  και  της  ελευθερίας,  επιθυμεί  να  ενισχύσει  τον Αγώνα με το δικό της τρόπο και προσδοκά την πολυπόθητη ελευθερία που η σωστή χρησιμοποίησή της ως αγαθού, οδηγεί στην ύψιστη επιτυχία. (Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αίµα µου να ζεσταίνει, επεθύµησα από καρδίας να ήθελεν ηµπορώ να ζωστώ άρµατα,  επεθύµησα από καρδίας να ήθελε ηµπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, όπου δι’ άλλο –καθώς εφαίνετο–  δεν επολεµούσαν,  παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία, καλώς  µεταχειριζόµενη, συνηθά να προξενεί την αθανασίαν,  την δόξαν,  την ευτυχίαν των λαών).Η συγγραφέας  προσδοκά την απελευθέρωση από τη σκλαβιά των Τούρκων που μαζί της θα φέρει και την πνευματική ελευθερία και θα επιτρέψει την πνευματική δημιουργία που το περιεχόμενό της περικλείεται στη λέξη  «σεμνάς Μούσας». (Δεν έλειψα από το να παρακαλέσω τον Ουρανόν διά να ήθελε τους βοηθήσει να νικήσουν,  και τοιούτης λογής να αξιωθώ και εγώ η ταλαίπωρος, να ιδώ εις την Ελλάδα επιστρεµµένην την ελευθερίαν και, µαζί µε αυτήν,  επιστρεµµένας εις τας καθέδρας τους τας σεµνάς Μούσας,  από τας οποίας η τυραννία των Τούρκων τόσον και τόσον καιρόν τας εκρατούσε διωγµένας).Από την άλλη όμως, η είδηση αυτή του αγώνα που θα επιφέρει την απελευθέρωση από το ζυγό της δουλείας και την κατάκτηση του αγαθού της ελευθερίας, της δημιουργεί ταυτόχρονα  δυσάρεστους συνειρμούς καθώς θυμάται τη γυναικεία φύση της, τη θέση που η κοινωνία προβλέπει για τη γυναίκα της εποχής της και συνειδητοποιεί τη δική της σκλαβιά από την οποία προφανώς δε μπορεί ούτε να δραπετεύσει ούτε να επαναστατήσει. Η αντίθεση της θέσης της με εκείνη στην οποία βρίσκονται οι Έλληνες αγωνιστές που παλεύουν για την ελευθερία τους και την ευτυχία τους γίνεται έντονα αισθητή ενώ το ρήμα «αναστέναξα» που χρησιμοποιεί τονίζει το αδιέξοδο της κατάστασής της απέναντι στο οποίο δε μπορεί να κάνει κάτι άλλο από το να αναστενάξει και να το υπομείνει. (Επεθύµησα,είπα από καρδίας,  αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπιτιού,  όπου  µε εκρατούσαν κλεισµένην, εκοίταξα τα µακρά φορέµατα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυµήθηκα πως είµαι γυναίκα,  και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία,  και αναστέναξα).Έτσι από τη μια πλευρά νιώθει χαρά και προσδοκία για εθνική και πνευματική απελευθέρωση και αποκατάσταση ενώ  από την άλλη λύπη μπροστά στο δικό της κλοιό που μοιάζει αδιέξοδος.
         
         ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

 Οι έννοιες της ελευθερίας  και της σκλαβιάς διαμετρικά αντίθετες ως προς το περιεχόμενό τους παρουσιάζονται στο κείμενο μέσα από τα συναισθήματα  που  προκαλούν  στην  ψυχή  της  ηρωίδας  –  συγγραφέα  με ανάλογο τρόπο. Έτσι, η έννοια της ελευθερίας παρουσιάζεται με τα πιο ζωηρά χρώματα και εγκωμιαστικά λόγια. Η έννοια της ελευθερίας δημιουργεί χαρά στην ίδια, είναι ποθητή δηλαδή τόσο πολύ επιθυμητή που κατακλύζει τα όνειρα και τις σκέψεις της αλλά συγχρόνως αποτελεί και το υπέρτατο  αγαθό που αποτελεί το
προπύργιο για την αθανασία, τη δόξα και την ευτυχία του ανθρώπου. Κατ’ αντίθεση, η
σκλαβιά που στο συγκεκριμένο  κείμενο  δεν  είναι  μόνο  η  σκλαβιά  των  Ελλήνων  στους Τούρκους    αλλά  κυρίως  η  γυναικεία  σκλαβιά  και  οι  περιορισμοί  που υπαγορεύει η θέση της γυναίκας στην κοινωνία παρουσιάζεται με δραματικό τρόπο μέσα από την εμπειρία της ίδιας της δημιουργού. Αυτή η κατάσταση που υπομένει και που δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια άλλη μορφή δουλείας κατά την αντίληψή της,  καταδυναστεύει τις επιθυμίες της, τις ανάγκες της, περιορίζει τη δυναμικότητά της και τη θέλησή της για δράση  και  προσφορά,  ακυρώνει  την  πνευματική  της  ικανότητα  και
έμπνευση και επομένως την καθιστά τραγικό και δυστυχισμένο πρόσωπο.
                           
                                              Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
  
  «Kαι ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα»
Η θέση της γυναίκας, όπως παρουσιάζεται μέσα από τα βιώματα της ίδιας της συγγραφέα, απηχεί τη θέση της στην ελληνική κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα και αντικατοπτρίζει επομένως και τις κυριάρχουσες κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής. Η θέση της γυναίκας όπως παρουσιάζεται μέσα από τις εμπειρίες της νεαρής δημιουργού παρομοιάζεται με αληθινή σκλαβιά, με ασφυκτικό κλοιό από τον οποίο ωστόσο δε μπορεί να βρει διέξοδο και συνεχώς την περιορίζει. Η γυναικεία φύση σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής θέλει τη γυναίκα πιστή σύντροφο του συζύγου της από τη νεανική  της κιόλας ηλικία· η προσήλωσή της αυτή ταυτόχρονα της αφαιρεί πολλά δικαιώματα αλλά και ελευθερίες. Είναι αναγκασμένη να ζει διαρκώς μέσα στο χώρο του σπιτιού σαν φυλακισμένη, να φροντίζει γι’ αυτό και για τα μέλη του ενώ κοινωνικές συναναστροφές και δημιουργικές ενασχολήσεις απαγορεύονται ρητά. Οι μόνες συναναστροφές της περιορίζονται στη συνομιλία με τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς της, ενώ όπως λέει ο αδελφός της και ο θείος της << ή ολίγον ή τίποτε συνομιλούσαν μαζί με εμάς τες γυναίκες >>.Έτσι  σε συνδυασμό με τους άλλους καταναγκαστικούς όρους που της επιβάλλονται συντελούν στην υποδούλωση και την αποξένωσή της από κάθε πηγή ζωής. Ακόμα, μια γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να βοηθήσει τους επαναστάτες Έλληνες που πολεμούσαν για τη θρησκεία, την πατρίδα.Οι γυναίκες θεωρούνται υποδεέστερα πλάσματα μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. 
Η εξάρτησή της από το ανδρικό οικογενειακό περιβάλλον της την κάνει να αισθάνεται ότι, λόγω του φύλου της, βρίσκεται σε αδιέξοδο. Αν και   πρόκειται για μια γυναίκα μορφωμένη, με διορατικότητα, πνευματική καλλιέργεια και ευαισθησία δεν της προσδίδεται κανένα επιπλέον δικαίωμα. Η θέση της επομένως είναι ιδιαίτερα  δυσμενής ,το πνευματικό της έργο δεν εκτιμάται καθόλου από τους οικείους της και μόνη λύση παραμένει ο αργός και κακός θάνατός της στο σπίτι.  Η Ελισάβετ Μουτζάν, η οποία έζησε τον 19οαι στη Ζάκυνθο, ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στην υποβιβαστική απομόνωση των γυναικών και τον αποκλεισμό τους από την εκπαίδευση. Μέσα από την αυτοβιογραφία της αντιλαμβανόμεθα τη δυστυχία του να είσαι γυναίκα εκείνη την εποχή (19ος αι.). Στο απόσπασμα, η ηρωίδα αναζητεί την ελευθερία της, έχει συνείδηση του αποκλεισμού της από κάθε μορφή δημιουργικής ζωής και εκφράζει την αγωνία της για την τύχη του πνευματικού της έργου.    


   Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Οι ανθρώπινες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από πληθώρα οικογενειακών και συγγενικών θεσμών. Στις δυτικές κοινωνίες η παραδοσιακή-πατριαρχική οικογένεια χαρακτηριζόταν από την ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα η οποία επεκτεινόταν σε όλους τους τομείς της ζωής.
Στο παρελθόν η οικογένεια ήταν κατά κανόνα πατριαρχική. Ο άνδρας, δηλαδή ο πατέρας ή ο γιος όταν δεν υπήρχε πατέρας, ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Με τον τίτλο αρχηγός εννοούμε ότι ο άνδρας ήταν εκείνος που αποφάσιζε για ό,τι αφορούσε τα μέλη της οικογένειας ακόμα και αν τα ίδια τα μέλη - η γυναίκα, τα παιδιά ή και κάποιες φορές συγγενείς δευτέρου βαθμού, δεν συμφωνούσαν με τις αποφάσεις του, οι οποίες αφορούσαν τις ίδιες τις ζωές τους. Για παράδειγμα, στο θέμα του γάμου ο πατέρας αποφάσιζε τον μέλλοντα γαμπρό της κόρης του, ο οποίος σχεδόν πάντα επιλεγόταν βάση της κοινωνικής του θέσης και της οικονομικής του κατάστασης. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με την επιλογή της νύφης. Όσο αφορά τη μητέρα, δεν είχε σχεδόν καμία ελευθερία μέσα στην οικογένεια. Ήταν υποτελής στον άνδρα της, ο οποίος αποφάσιζε για όλες τις υποθέσεις της οικογένειας. Ασχολούταν με τις οικιακές εργασίες και με την ανατροφή των παιδιών της. Τα παιδιά ανάλογα με το φύλο τους είχαν και διαφορετική μεταχείριση από τους γονείς. Τα αγόρια βοηθούσαν τον πατέρα στην δουλειά του ενώ τα κορίτσια παρέμεναν στο σπίτι με την μητέρα και βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού. Επίσης, τα πολλά κορίτσια, ειδικότερα στις φτωχές οικογένειες, θεωρούνταν κακοτυχία επειδή οι γονείς τους θα έπρεπε να τους εξασφαλίσουν προίκα, για να τις παντρέψουν.
Την σημερινή εποχή, η δομή της οικογένειας εμφανίζεται πολύ πιο διαφορετική απ’ ότι παλαιοτέρα. Η συνηθέστερη οικογένεια χαρακτηρίζεται ως πυρηνική, δηλαδή αποτελείται από τον πατέρα, την μητέρα και τα παιδιά. Ο πατέρας και η μητέρα έχουν ίσα δικαιώματα μέσα στην οικογένεια αλλά και στην κοινωνία. Τα παιδιά δεν εργάζονται πλέον, αλλά πηγαίνουν στο σχολειό ανεξάρτητα από το φύλο τους. Επίσης, αυτά αποφασίζουν πλέον για το μέλλον τους και το ποιον θα παντρευτούν και όχι ο πατέρας και δεν υπάρχουν κριτήρια στην επιλογή του κατάλληλου ατόμου, το μόνο που χρειάζεται είναι αγάπη. Μεταξύ των δυο τύπων οικογενειών υπάρχουν πολλές διαφορές. Τη σημερινή οικογένεια χαρακτηρίζει η ισότητα που υπάρχει ανάμεσα στα μελή της ενώ στην παραδοσιακή οικογένεια του παρελθόντος επικρατούσε η βούληση του αρχηγού της οικογενείας, δηλαδή του άνδρα.  Η γυναίκα δεν παραμένει κλεισμένη στο σπίτι για να ασχολείται με τις δουλείες του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών αλλά έχει το δικαίωμα να εργάζεται και κατά συνέπεια να αποκτά τα δικά της χρήματα. Αύτη η αλλαγή δεν έγινε μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα αλλά με το πέρασμα πολλών αιώνων. Διάφορα γεγονότα που στιγμάτισαν τις κοινωνίες στο παρελθόν όπως οι αγώνες για την ανεξαρτητοποίηση της γυναικάς και η εξίσωση των δικαιωμάτων της με τον άντρα, η βιομηχανική επανάσταση, ο διαφωτισμός και η αύξηση του αριθμού των επαγγελμάτων είχαν ως αποτέλεσμα την σημερινή μορφή της οικογένεια.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ ΤΗΣ ΦΩΚΙΑΣ (ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ)


                                ΤΟ ΜΟΙΡΟΛΟΓΙ  ΤΗΣ  ΦΩΚΙΑΣ


περίληψη
Η γριά-Λούκαινα,που είναι και η ηρωίδα του διηγήματος παρουσιάζεται να κατηφορίζει μοιρολογώντας ένα μονοπάτι.Είναι φορτωμένη με ρούχα που πρόκειται να πλύνει στη θάλασσα. Είναι μια γυναίκα πραγματικά λυγισμένη, όχι τόσο από το βάρος των ρούχων όσο από το βάρος της ζωής.Η μοίρα την έχει βασανίσει ,έχει χάσει τα πέντε από τα παιδιά της και τον άντρα της, ενώ έχει και δυο αγόρια στην ξενιτιά. Μόνο η κόρη της της έχει απομείνει που όμως και αυτή της δημιουργεί αρκετές υποχρεώσεις.Αρχίζει να πλένει τα ρούχα της, ενώ ένας βοσκός ακούγεται να τραγουδά εκεί κοντά. Μέσα στο λιμάνι φαίνεται μια γολέτα να κάνει βόλτες, ενώ μια φώκια λικνίζεται στο νερό, παρασυρμένη από  την  ομορφιά του τραγουδιού  του  βοσκού.Εν τω μεταξύ η Ακριβούλα, η εγγόνα της γριάς-Λούκαινας, περιπλανιέται στον άγριο τόπο ψάχνοντας για τη γιαγιά της. Σε μια στιγμή, και, καθώς το σκοτάδι απλώνεται πνιχτό γύρω της, γλιστράει και πέφτει στη θάλασσα. Κανείς δεν άκουσε την κραυγήτου άμοιρου παιδιού,αφού το τραγούδι του βοσκού κάλυπτε τα πάντα.Αν και ακούστηκε ένας θόρυβος δεν έδωσαν    σημασία.Η γριά-Λούκαινα, τελειώνοντας το πλύσιμο των ρούχων της, πήρε το δρόμο της επιστροφής στο σπίτι. Η γολέτα συνέχιζε τις βόλτες της στο λιμάνι και ο βοσκός το τραγούδι του. Μόνο η φώκια που αντιλήφθηκε το κακό, έμεινε να μοιρολογήσει το μικρό κορίτσι. Το μοιρολόι της αυτό, ένας γέρος ψαράς του νησιού που ήξερε τη γλώσσα της φώκιας, το έκανε τραγούδι.
ΤΕΧΝΙΚΗ
Η γλώσσα είναι δημοτική , λόγια με αρχαία  και διαλεκτικά στοιχεία.Επίσης επικρατεί μακροπερίοδος λόγος.
Το ύφος είναι γλαφυρό με μεταφορές , ποιητικές εικόνες και στο τέλος εμπλουτίζεται με το μοιρολόγι της φώκιας
αφήγηση-τεχνική
ΑΛΛΑ ΜΕΣΑ ΤΕΧΝΙΚΗΣ
1.Λεπτομερειακή περιγραφή εικόνων
2.Εσωτερικός μονόλογος της γριάς-Λούκαινας:αναμνήσεις της (έμμεσος μονόλογος) , για το Σουραυλή
3.Λογοτεχνικό εύρημα η μοιρολογίστρα Φώκια 
4.Αντιθέσεις

ΑΦΗΓΗΣΗ
 1.Αφηγηματικός χρόνος : ταυτίζεται με τον πραγματικό(εκτός από τις αναδρομές). Επίσης ισχύει η κανονική χρονολογική σειρά (εκτός των αναδρομών).
2.Αφηγηματική προσήμανση :(με υπαινιγμούς):κοιμητήριο,μοιρολόι,άπνοια,παγίδευση γολέτας.

3.Προοικονομία :παρουσία της Φώκιας
4.Αφηγηματικός τρόπος :σε γ πρόσωπο (έμμεση αφήγηση):μηδενική εστίαση


To ρεαλιστικό στοιχείο στο διήγημα
Στο συγκεκριμένο διήγημα μπορούμε να εντοπίσουμε την παρουσία των βασικότερων χαρακτηριστικών του ρεαλισμού. Υπάρχει μια τάση προς την αντικειμενικότητα.Συγκεκριμένα ο συγγραφέας μας παρουσιάζει την ιστορία της γριάς-Λούκαινας και τον τραγικό χαμό της εγγονής της, καταγράφοντας τα γεγονότα, όπως συνέβησαν, χωρίς την παρέμβαση δικών του σχολίων και σκέψεων σχετικά με τη δύσκολη ζωή της γερόντισσας. Παρατηρούμε, δηλαδή, μια πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας, η οποία δίνεται με τρόπο αντικειμενικό που επιτρέπει στον αναγνώστη να σχηματίσει τη δική του άποψη, χωρίς ο συγγραφέας να επιχειρεί να τον επηρεάσει συναισθηματικά με τη χρήση φορτισμένης γλώσσας και περιττού μελοδραματισμού (αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν μόνα τους). Μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε τη διάθεση του συγγραφέα να αφήσει ανεπηρέαστο τον αναγνώστη, διαβάζοντας τα γεγονότα που συνθέτουν το παρελθόν της γριάς-Λούκαινας. Η απώλεια των πέντε παιδιών, δίνεται συνοπτικά -σε λίγες μόλις γραμμές- ενώ θα μπορούσε να είχε αποτελέσει μια αναδρομική αφήγηση, με λεπτομερή απόδοση του πόνου της τραγικής μητέρας, φορτίζοντας με ιδιαίτερη συναισθηματική ένταση το κείμενο. Εντούτοις ο Παπαδιαμάντης επιλέγει να αναφερθεί επιγραμματικά στον θάνατο των πέντε παιδιών, αφήνοντας τον αναγνώστη να αισθανθεί και να κατανοήσει μόνος του τι σήμαινε η απώλεια αυτή για τη γριά-Λούκαινα και πόσο την είχε επηρεάσει.

η μορφή της γριάς Λούκαινας

Η γριά Λούκαινα είναι μια φτωχή, ηλικιωμένη γυναίκα που έχει πληρώσει
ακριβό τίμημα στο χάρο, αφού έχει ήδη χάσει πέντε από τα παιδιά της,
αλλά και τον άντρα της. Τώρα πια ζει κοντά στη μοναδική κόρη που της
απέμεινε και κάνει δουλειές γι’ αυτή, ώστε να της είναι χρήσιμη και να
μην την επιβαρύνει με την παρουσία της. Η γριά Λούκαινα έχει ακόμη δύο
παιδιά, δύο αγόρια, τα οποία όμως έχουν ξενιτευτεί, οπότε η θλίψη για
τα παιδιά της που πέθαναν, καθώς και γι’ αυτά που έχουν φύγει,

ακολουθεί διαρκώς τη γερόντισσα και την ωθεί στο συνοδεύει τις
εργασίες της μ’ ένα πένθιμο μοιρολόγι. Η ζωή της μοιάζει στιγματισμένη
από τα πένθη και τους καημούς, γι’ αυτό και στο άκουσμα του εύθυμου
άσματος του βοσκού ενοχλείται και τον θεωρεί κακό οιωνό.

οι απόψεις του Παπαδιαμάντη
Μέσα από το κείμενο δηλώνεται η κριτική στάση του συγγραφέα απέναντι στην κοινωνία, καθώς μέσα από μια απλή, καθημερινή δραστηριότητα της ηρωίδας του κειμένου (δια να πλύνη τα μάλλινα σινδόνια της εις το κύμα το αλμυρόν), βρίσκει την ευκαιρία να παρουσιάσει τη δύσκολη ζωή της, τονίζοντας τόσο τις τραγικές απώλειες που βίωσε, όσο και τη φτώχεια της, που την αναγκάζει ακόμη και σε μια προχωρημένη ηλικία να εργάζεται σκληρά, προκειμένου να μην αισθάνεται ότι αποτελεί βάρος για την κόρη της, κοντά στην οποία μένει.

η κατασταση της Ελλαδας το 1908
Τα δημοσιονομικά ελλείμματα ακολουθούν το νεοελληνικό κράτος από τη γέννησή του. Ελλείμματα το 19ο αιώνα, τον 20ο , τον 21ο !
 Oι μισθοί των υπαλλήλων  έχουν να αυξηθούν από το 1835! Ο λαός κατηγορεί τον πρωθυπουργό κ. Δ. Γούναρη για …κομπογιαννίτη.
   Η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα είναι άσχημη. Οι φτωχοί πολλαπλασιάζονται γρήγορα. Δουλειές δεν υπάρχουν. Η ακτή Τσελέπη του Πειραιά γεμίζει καθημερινά από πολίτες που επιθυμούν να μεταναστεύσουν σε Αμερική και Αυστραλία.
Η κυβέρνηση τότε για να προλάβει κοινωνική έκρηξη καθιερώνει στους αθηναϊκούς δρόμους συσσίτια για τους φτωχούς πολίτες.  Δεσποινίδες από τη λεγόμενη Επιτροπή Κυριών μοιράζουν καθημερινά συσσίτιο.
Ο φόβος όμως για την στρατιωτική ενδυνάμωση της Τουρκίας γίνεται ορατός με την ανανέωση του στόλου της. Τότε το ελληνικό κράτος αποφασίζει για την «αγορά του αιώνος». Να παραγγείλει αντιτορπιλικά και υποβρύχιο. Για την ανασύνταξη του ελληνικού στόλου φέρνουν τον Γάλλο ναύαρχο Φουρνιέ με μισθό εκατομμυρίων. Άρχισαν τότε διαδηλώσεις και ταραχές στους δρόμους της Αθήνας που μεταφέρθηκαν και στη Βουλή.
Τελικά εκδιώχνεται ο ναύαρχος Φουρνιέ παρόλο που σχεδίαζε για την Ελλάδα ένα υποβρύχιο τύπου ‘Thon’.


Εν το μεταξύ η κοινωνία ακολουθεί το δικό της δρόμο. Νέες τάσεις και συρμοί έρχονται στο νεοελληνικό κράτος.
Ουδείς γνώριζε, φυσικά, στα 1908, τα πολυτάραχα χρόνια που έμελλε να ζήσει ο ελληνισμός, μέσα και έξω από το μικρό τότε νεοελληνικό κράτος…

η θέση της γυναίκας εκείνη την εποχή
Η δύσκολη ζωή της ηρωίδας(κατέβαινε το βράδυ-βράδυ η γριά-Λούκαινα, μία χαροκαμένη πτωχή γραία, κρατούσα υπό την μασχάλην μίαν αβασταγήν, διά να πλύνη τα μάλλινα σινδόνια της εις το κύμα το αλμυρόν, είτα να ξεγλυκάνη εις την μικράν βρύσιν , Ενθυμείτο τα πέντε παιδιά της, τα οποία είχε θάψει εις το αλώνι εκείνο του χάρου, εις τον κήπον εκείνον της φθοράς, το εν μετά το άλλο, προ χρόνων πολλών, όταν ήτο νέα ακόμη. Δύο κοράσια και τρία αγόρια, όλα εις μικράν ηλικίαν της είχε θερίσει ο χάρος ο αχόρταστος.Τελευταίον επήρε και τον άνδρα της, και της είχον μείνει μόνον δύο υιοί, ξενιτευμένοι τώρα. ο εις είχεν υπάγει, της είπον, εις την Αυστραλίαν, και δεν είχε στείλει γράμμα από τριών ετών. αυτή δεν ήξευρε τι είχεν απογίνει. ο άλλος ο μικρότερος εταξίδευε με τα καράβια εντός της Μεσογείου, και κάποτε την ενθυμείτο ακόμη. )αποτελεί κοινό θέμα και κοινή εμπειρία για τις γυναίκες εκείνης της εποχής, οι οποίες ήταν υποχρεωμένες να εργάζονται αδιάκοπα από την παιδική τους κιόλας ηλικία μέχρι το τέλος της ζωής τους, υπομένοντας την οικονομική ανέχεια και τους πολλαπλούς θανάτους που σημάδευαν τις φτωχές οικογένειες με την ανύπαρκτη ιατρική περίθαλψη. Όσο κι αν η ζωή της γριάς-Λούκαινας μοιάζει εξαιρετικά σκληρή για τα σημερινά δεδομένα, αποτελούσε κοινό τόπο για τις γυναίκες παλαιότερων δεκαετιών, που δε γνώριζαν τίποτε άλλο πέρα από τη συνεχή δουλειά, τον πόνο, την οικονομική εξαθλίωση και τις απώλειες.