Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

ΤΟ ΦΟΝΙΚΟ ΤΗΣ ΙΖΑΜΠΕΛΑΣ ΜΟΛΝΑΡ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΧΑΤΖΗΣ(1913-1981)
Γεννήθηκε στα Γιάννενα. Φοιτητής ακόμα της Νομικής εξορίστηκε από τη δικτατορία του Μεταξά. Στην Κατοχή πήρε μέρος στην αντίσταση. Έζησε πολλά χρόνια (1949-1974) ως πολιτικός πρόσφυγας στην Ουγγαρία και στο Ανατολικό Βερολίνο. Συμπλήρωσε τις νομικές σπουδές του με φιλολογικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο Χιούμπολτ. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους πεζογράφους της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς. Χωρίς  ριζοσπαστικούς νεοτερισμούς στη γραφή, καλλιεργεί τη ρεαλιστική αφήγηση, χρησιμοποιώντας όμως μια γλώσσα πολύ δραστική. Συμπάσχει με τους ήρωές του, που η μοίρα τους παρουσιάζεται να είναι στενά δεμένη με τις κοινωνικές συνθήκες ή τις κοινωνικές ανακατατάξεις.

      ΤΟ ΔΟΚΙΜΙΟ
Το φονικό της Ιζαμπέλας Μόλναρ έχει την μορφή δοκιμίου. Προσεγγίζει θεωρητικά το πρόβλημα της σχέσης, της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της ζωής του καλλιτέχνη  ταυτόχρονα συνδυάζεται και με το διήγημα που έχει ολοκληρωμένη δομή και προχωρημένες αφηγηματικές τεχνικές. Το δοκίμιο, όπως το δηλώνει και η λέξη, είναι μια δοκιμή, μια απόπειρα για προσέγγιση και προβληματισμό πάνω σε θέματα που απασχολούν τον άνθρωπο. Είναι μια σύντομη μελέτη που πραγματεύεται
προβλήματα φιλολογικά,  φιλοσοφικά,  επιστημονικά,  κοινωνικά καθώς
και θέματα λογοτεχνίας. Τα δοκίμια μπορούν να διαιρεθούν σε δύο μεγάλες κατηγορίες με βάση την υποκειμενική ή την αντικειμενική σκοπιά από την οποία αναπτύσσει το θέμα ο δοκιμιογράφος. Άλλοτε, δηλαδή, το δοκίμιο είναι περισσότερο υποκειμενικό και πλησιάζει τη λογοτεχνία και άλλοτε περισσότερο αντικειμενικό και προσεγγίζει στα μη λογοτεχνικά γένη. Στην πρώτη περίπτωση ο δοκιμιογράφος περιδιαβάζει ελεύθερα πάνω σε ένα θέμα και εκφράζει τις προσωπικές παρατηρήσεις, εκτιμήσεις και προβληματισμούς του που αντλεί από τη γενική πείρα της ζωής του. Στη δεύτερη, αποσκοπεί να κρίνει ή να εκλαϊκεύει επιστημονικά θέματα, διασαφηνίζοντας κάποια σημεία που δεν είναι κατανοητά, να μεταδώσει γνώσεις φιλτραρισμένες μέσα από τη δική του προσωπικότητα, να πληροφορήσει και τελικά να πείσει. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα παραπάνω μπορούμε να διαιρέσουμε τα δοκίμια σε δύο βασικά είδη: σε δοκίμια με ελεύθερη οργάνωση (δοκίμια στοχασμού) και σε αποδεικτικά δοκίμια ή πειθούς. Στα πρώτα η δομή είναι συνειρμική, χωρίς  καθαρό διάγραμμα. Αντίθετα, στα αποδεικτικά δοκίμια υπάρχει λογική οργάνωση και η δομή τους είναι απόλυτα διακριτή: πρόλογος, κύριο μέρος, επίλογος.
Ο υποκειμενισμός, πάντως, αποτελεί σταθερό γνώρισμα σε όλες τις μορφές των δοκιμίων και συχνά ορισμένα δοκίμια παίρνουν τον προσωπικό τόνο του ημερολογίου ή της εξομολόγησης. Ένα άλλο γνώρισμα του δοκιμίου είναι το άμεσο, οικείο ύφος που επιτυγχάνεται με τη χρήση προφορικών εκφράσεων. Υιοθετώντας ένα τέτοιο ύφος ο δοκιμιογράφος προσβλέπει στην επικοινωνία με τον αναγνώστη. Μοιάζει σαν να συνομιλεί μαζί του ή να του απευθύνει μια επιστολή.

Η ΥΠΟΘΕΣΗ
Αφηγητής στο διήγημα είναι ένας λογιστής ο οποίος τρέφει ιδιαίτερη συμπάθεια για μια γλύπτρια την Ιζαμπέλ μοναρχόταν ιστορία της όποιας μας διηγείται εικόνα των έργων της ήταν ασύμβατη με τον τρόπο ζωής της καθώς είχε χαμηλό πνευματικό επίπεδο. Γενικότερη ζωή της ήταν χωρισμένη στα δυο:από την μια πλευρά αυτή της μεγάλης γλύπτριας και από την άλλη της αδιανόητα κοινότατης και ιδιότροπης γυναίκας, όσο πιο μεγάλο το έργο της, τόσο πιο κενή και αδεία η ζωή της. Μετά από κάποιο διάστημα παντρεύτηκε και για χάρη του συζύγου της μπήκε τάξη σε όλους τους τομείς της ζωής της. Αυτή η  αλλαγή την έκανε ευτυχισμένη, πιο ζέστη και ήρεμη με τους ανθρώπους, όμως τα έργα της αντανακλούσαν μια δεξιότητα, μια κακοτεχνία. Έξι μήνες αργότερα μη αντέχοντας τις καταστάσεις τις οποίες βίωνε σκοτώνει τον άντρα της και καταστρέφει τα έργα τα οποία είχε δημιουργήσει κατά την περίοδο που είχε ζήσει μαζί του. Λίγο αργότερα, κλείνεται σε τρελοκομείο και συνεχίζει την παλιά ανισόρροπη ζωή της. Ώσπου, κάποια μέρα του Σεπτέμβρη, την ώρα που δούλευε, άρχισε να βρέχει με αποτέλεσμα να καταστραφούν τα έργα της. Εκείνη απελπισμένη, προσπάθησε να τα σώσει χωρίς όμως να τα καταφέρει. Τώρα ήταν πιο τρελή από ποτέ και ένα χρόνο αργότερα  πέθανε..                                          

ΤΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΠΟΥ ΠΡΟΒΑΛΛΕΤΑΙ
Μέσα από το κείμενο  αποκάλυπτε την επιθυµία του συγγραφέα για  µια  “τελειότερη” κοινωνία, καθώς και η “ανάγκη που αισθάνεται ο άνθρωπος να ξαναφτιάξει τον κόσµο στα δικά του µέτρα”. Στο συγκεκριμένο απόσπασμα η Ιζαμπέλα Μόλναρ πριν από το γάμο της το έργο της ανέδιδε την αίσθηση της ισορροπίας και της συμμετρίας , που προερχόταν από το αρμονικό ταίριασμα ασύμμετρων μεταξύ τους στοιχείων. Ήταν αποτυπωμένη σε αυτό η αίσθηση ικανοποίησης του ανθρώπου που έχει δαμάσει τον κόσμο.  Αντίθετα, μετά το γάμο τα έργα της αρχίζουν να χάνουν την αξία και την ισορροπία τους. Οι μορφές πλέον δεν έχουν αρμονία και προβάλλονται σαν κακόσχημοι όγκοι. Η ηρεμία και η τάξη στην προσωπική της ζωή έχουν ως αποτέλεσμα την υποβάθμιση της ποιότητας του καλλιτεχνικού της έργου. Η απέραντη ευτυχία στη προσωπική της ζωή γίνετε αιτία να καταστραφεί η δημιουργικότητά της. Έτσι η Ιζαμπέλα πιστεύοντας πως αν καταστρέψει μόνη της την ευτυχία της θα αναγεννηθεί καλλιτεχνικά , παίρνει την απόφαση να δολοφονήσει τον άνδρα της καταστρέφοντας ό,τι της επισκιάζει την ομορφιά της τέχνης. Όσον αφορά την κοινωνία στην οποία θα ήθελε να ζει ο καλλιτέχνης, ο γλύπτης προσπαθεί να δημιουργήσει μορφές που δεν αντιγράφουν τον εχθρικό και απάνθρωπο γύρω μας κόσμο αλλά αναδεικνύει τη φύση όπως θα την ήθελε αυτός.