Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΡΙΤΣΟΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ

Ο Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Συνεισέφερε επίσης ποιήματα στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού. Το1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ιδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ, στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος» και το 1937 «Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατόπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωσή του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύεται με την παιδίατρο Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη κι ένα χρόνο αργότερα γεννιέται η -μοναδική- κόρη τους Ελευθερία (Έρη). Το 1956, τον ίδιο χρόνο δηλαδή, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».
Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ. Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.

ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ 

Αὐτὰ τὰ δέντρα δὲ βολεύονται μὲ λιγότερο οὐρανό,
αὐτὲς οἱ πέτρες δὲ βολεύονται κάτου ἀπ᾿ τὰ ξένα βήματα,
αὐτὰ τὰ πρόσωπα δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸν ἥλιο,
αὐτὲς οἱ καρδιὲς δὲ βολεύονται παρὰ μόνο στὸ δίκιο.
Ἐτοῦτο τὸ τοπίο εἶναι σκληρὸ σὰν τὴ σιωπή,
σφίγγει στὸν κόρφο του τὰ πυρωμένα του λιθάρια,
σφίγγει στὸ φῶς τὶς ὀρφανὲς ἐλιές του καὶ τ᾿ ἀμπέλια του,
σφίγγει τὰ δόντια. Δὲν ὑπάρχει νερό. Μονάχα φῶς.
Ὁ δρόμος χάνεται στὸ φῶς κι ὁ ἴσκιος τῆς μάντρας εἶναι σίδερο.
Μαρμάρωσαν τὰ δέντρα, τὰ ποτάμια κ᾿ οἱ φωνὲς μὲς στὸν ἀσβέστη τοῦ ἥλιου.
Ἡ ρίζα σκοντάφτει στὸ μάρμαρο. Τὰ σκονισμένα σκοίνα.
Τὸ μουλάρι κι ὁ βράχος. Λαχανιάζουν. Δὲν ὑπάρχει νερό.
Ὅλοι διψᾶνε. Χρόνια τώρα. Ὅλοι μασᾶνε μία μπουκιὰ οὐρανὸ πάνου ἀπ᾿ τὴν πίκρα τους.
Τὰ μάτια τους εἶναι κόκκινα ἀπ᾿ τὴν ἀγρύπνια,
μία βαθειὰ χαρακιὰ σφηνωμένη ἀνάμεσα στὰ φρύδια τους
σὰν ἕνα κυπαρίσσι ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνὰ τὸ λιόγερμα.
Τὸ χέρι τους εἶναι κολλημένο στὸ ντουφέκι
τὸ ντουφέκι εἶναι συνέχεια τοῦ χεριοῦ τους
τὸ χέρι τους εἶναι συνέχεια τῆς ψυχῆς τους -
ἔχουν στὰ χείλια τους ἀπάνου τὸ θυμὸ
κ᾿ ἔχουνε τὸν καημὸ βαθιὰ-βαθιὰ στὰ μάτια τους
σὰν ἕνα ἀστέρι σὲ μία γοῦβα ἁλάτι.
Ὅταν σφίγγουν τὸ χέρι, ὁ ἥλιος εἶναι βέβαιος γιὰ τὸν κόσμο
ὅταν χαμογελᾶνε, ἕνα μικρὸ χελιδόνι φεύγει μὲς ἀπ᾿ τ᾿ ἄγρια γένειά τους
ὅταν κοιμοῦνται, δώδεκα ἄστρα πέφτουν ἀπ᾿ τὶς ἄδειες τσέπες τους
ὅταν σκοτώνονται, ἡ ζωὴ τραβάει τὴν ἀνηφόρα μὲ σημαῖες καὶ μὲ ταμποῦρλα.
Τόσα χρόνια ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι διψᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται
πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα,
ἔφαγε ἡ κάψα τὰ χωράφια τους κ᾿ ἡ ἁρμύρα πότισε τὰ σπίτια τους
ὁ ἀγέρας ἔριξε τὶς πόρτες τους καὶ τὶς λίγες πασχαλιὲς τῆς πλατείας
ἀπὸ τὶς τρῦπες τοῦ πανωφοριοῦ τους μπαινοβγαίνει ὁ θάνατος
ἡ γλῶσσα τους εἶναι στυφὴ σὰν τὸ κυπαρισσόμηλο
πέθαναν τὰ σκυλιά τους τυλιγμένα στὸν ἴσκιο τους
ἡ βροχὴ χτυπάει στὰ κόκκαλά τους.
Πάνου στὰ καραούλια πετρωμένοι καπνίζουν τὴ σβουνιὰ καὶ τὴ νύχτα
βιγλίζοντας τὸ μανιασμένο πέλαγο ὅπου βούλιαξε
τὸ σπασμένο κατάρτι τοῦ φεγγαριοῦ.
Τo ψωμὶ σώθηκε, τὰ βόλια σώθηκαν,
γεμίζουν τώρα τὰ κανόνια τους μόνο μὲ τὴν καρδιά τους.
Τόσα χρόνια πολιορκημένοι ἀπὸ στεριὰ καὶ θάλασσα
ὅλοι πεινᾶνε, ὅλοι σκοτώνονται καὶ κανένας δὲν πέθανε -
πάνου στὰ καραούλια λάμπουνε τὰ μάτια τους,
μία μεγάλη σημαία, μία μεγάλη φωτιὰ κατακόκκινη
καὶ κάθε αὐγὴ χιλιάδες περιστέρια φεύγουν ἀπ᾿ τὰ χέρια τους
γιὰ τὶς τέσσερις πόρτες τοῦ ὁρίζοντα.

Ο ΥΠΕΡΡΕΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ Γ.ΡΙΤΣΟΥ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ


Για να εκφράσει τις ιδέες του, ο ποιητής πλάθει μια σειρά από εικόνες και μεταφορικές εκφράσεις, χρησιμοποιώντας διάφορα σύμβολα: τα δέντρα, τις πέτρες, τα πρόσωπα, τις καρδιές, το τοπίο, τις ελιές, τα αμπέλια, το νερό, το φως κτλ.. Με αυτά προβαίνει σε τολμηρές συνδέσεις λέξεων και συνθέτει εικόνες που αντιβαίνουν στην κοινή λογική του ανθρώπου και οι οποίες πολλές φορές αιφνιδιάζουν τον αναγνώστη με το παράλογο και το απροσδόκητο που δημιουργούν και θέτουν σε κίνηση τη φαντασία του υποβάλλοντάς του τις συναισθηματικές καταστάσεις και τα νοήματα που υποδηλώνουν. Το ποίημα λοιπόν αυτό, δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη να φανταστεί, να περιπλανηθεί στον κόσμο του Ρίτσου και να βιώσει τις δύσκολες στιγμές που πέρασε η Ελλάδα όταν αγωνιζόταν για την επιβίωση της από τους κατακτητές.

Οι εικόνες που απηχούν τον υπερρεαλιστικό τρόπο γραφής είναι αυτές που χαρακτηρίζονται για την τόλμη με την οποία αποδίδονται τα μεταφορικά νοήματα. Οι λέξεις συνδέονται με τέτοιο τρόπο που προκαλούν έκπληξη στον αναγνώστη:
α) Ετούτο το τοπίο είναι σκληρό…σγίγγει τα δόντια
β) Μαρμάρωναν τα δέντρα….στον ασβέστη  του ήλιου
γ) Η ρίζα σκοντάφτει στο μάμαρο.
δ) Όλοι μασάνε μια μπουκιά ουρανό πάνου απ’την πίκρα τους.
στ) Όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μέσ’απ’τ’άγρια γένια τους.
ε) Όταν κοιμούνται, δώδεκα…τσέπες τους.
ζ) Από τις τρύπες….ο θάνατος.
η) Γεμίζουν τώρα τα κανόνια τους μόνο με την καρδιά τους.
θ) Και κάθε αυγή χιλιάδες….του ορίζοντα

Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΠΙΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
Το χέρι τους είναι κολλημένο στο ντουφέκι
το ντουφέκι είναι συνέχεια του χεριού τους
το χέρι τους είναι συνέχεια της ψυχής τους -
έχουν στα χείλια τους απάνου το θυμό
κ' έχουνε τον καημό βαθιά-βαθιά στα μάτια τους
σαν ένα αστέρι σε μια γούβα αλάτι.

Όταν σφίγγουν το χέρι, ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο
όταν χαμογελάνε, ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μες απ' τ' άγρια                                           
γένια τους
όταν κοιμούνται, δώδεκα άστρα πέφτουν απ' τις άδειες τσέπες τους όταν σκοτώνονται, η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με
ταμπούρλα

Ο συγγραφέας αποδίδει το συνεχές αγώνα των Ελλήνων αναφέροντας ότι το χέρι και το ντουφέκι τους έχουν γίνει ένα, ενώ η ψυχή και το χέρι τους ταυτίζονται καθώς εμπνέονται από τα υψηλά τους ιδανικά. Τα ουσιαστικά αστέρι, ήλιος, χελιδόνι σηματοδοτούν το αίσθημα ελπίδας των αγωνιστών που παρόλο  τα πάθη και τα παθήματα και αν και γνωρίζουν πως ο θάνατος παραμονεύει αυτοί είναι αποφασισμένοι να αγωνιστούν για τη λευτεριά. Τι και αν υποφέρουν από στερήσεις και θανάτους , η δύναμη τους είναι ασύλληπτη δίνοντας έτσι το μήνυμα της ζωής. Ο Ρίτσος χρησιμοποιεί τη λογική αυτή αντίφαση της ζωής και του θανάτου επιθυμώντας να δείξει την αισιοδοξία και την ελπίδα τόσο των αγωνιστών όσο και όλων των Ελλήνων καθώς αυτός ο αγώνας είναι αγώνας επανάστασης και απελευθέρωσης από τους κατακτητές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου.