Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2011

ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ-ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ, ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ


                                                      Η ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ            
   Η Ελισάβετ Μουτζάν γεννήθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα σε ένα αρχοντόσπιτο της Ζακύνθου. Είχε την τύχη και την ατυχία να λάβει κάτι που οι περισσότερες γυναίκες της εποχής της δεν αξιώθηκαν. Μόρφωση. Τύχη, γιατί πλάτυναν οι ορίζοντες και ανακάλυψε την κλίση της. Ατυχία, γιατί ζητούσε πράγματα ανέφικτα για την εποχή της και το φύλο της. Η ίδια ποτέ δεν εξεγέρθηκε ανοιχτά. Ζητούσε ευγενικά, με μεγάλα σε έκταση γράμματα, από τον πατέρα και τον αδερφό της να της επιτρέψουν να ασχοληθεί με τα διαβάσματα της, τα ιερά για την ίδια και αποτέλεσμα παραλογισμού για αυτούς. Και βίωνε την εξής αντίθεση. Αυτά που την απελευθέρωσαν, να είναι και αυτά που την έκαναν να αντιληφθεί την σκλαβιά της. 
Κάποτε προσπάθησε, δειλά και απεγνωσμένα να δραπετεύσει στην Ιταλία, με χαρακτηριστική και παταγώδη σε αποτυχία. Μεταμφιεσμένη και ντυμένη με παλιόρουχα, τριγυρνούσε μέσα στην Ζάκυνθο χωρίς να ξέρει που να πάει -μια και απαγορευόταν στις γυναίκες να κινούνται εκτός σπιτιού- και ώρες μετά ανακάλυψε, βλέποντας της είσοδο τους σπιτιού της, ότι έκανε κύκλους και ακόμα βρίσκονταν στην γειτονιά της. Σαν τον πνιγμένο που πιάνεται από τα μαλλιά του, ξαναμπήκε στην "φυλακή" της και δεν προσπάθησε να ξαναφύγει ποτέ. Κανείς δεν είχε αντιληφθεί κι ούτε πότε του έμαθε την απουσία της.
Ευγενικά εξεγέρθηκε και εναντίον της μοίρας της, που την ήθελε μονάχα μητέρα και σύζυγο. Η ίδια τόλμησε να ονειρευτεί για τον εαυτό της μια ζωή αφιερωμένη στα βιβλία και στην συγγραφή. Έγραφε ακατάπαυστα, όπως αναφέρει, η ίδια στην "Αυτοβιογραφία". Έγραφε για να θυμάται ποια είναι, θα λέγαμε εμείς. 
Ευγενικά εξεγέρθηκε και εναντίον της προοπτικής του γάμου. Προσπάθησε να πείσει τους δικούς της να της επιτρέψουν να μονάσει, αντί να παντρευτεί, ώστε να έχει το χρόνο να ασχοληθεί με τα αγαπημένα της βιβλία. Και όταν κατάλαβε ότι ούτε κι αυτό της ήταν εφικτό και αντιμετώπισε το δίλημμα γάμος ή θάνατος από μαρασμό κλεισμένη στο σπίτι της, συνθηκολόγησε. Παντρεύτηκε έναν άνθρωπο που δεν εκτιμούσε το 1830, γέννησε ένα γιο και πέθανε λίγο μετά σε ηλικία 31 ετών. Στο δίλημμα γάμος ή θάνατος, η απάντηση που έλαβε ήταν: και Γάμος και θάνατος.
Αλλά, αν άδικη της στάθηκε η ζωή, και η ιστορία φάνηκε ιδιαίτερα σκληρή με την Ελισάβετ Μουτζάν. Το έργο της παρέμεινε τελείως ανέκδοτο ως το 1881, όταν ο γιος της Ελισαβέτιος εξέδωσε λογοκριμένη την "Αυτοβιογραφία" της και κάποια αποσπάσματα από άλλα έργα της, ως συμπλήρωμα σε κάποια δικά του ποιήματα. Και όταν δεν την του προέκυψε η επιτυχία που ονειρευότανε, σταμάτησε την προσπάθεια. Και μια προσπάθεια έκδοσης των έργων της, τη δεκαετία του 1940, σταμάτησε εν την γενέσει της λόγω έλλειψης κονδυλίων. Και τελικά η μοίρα που φοβόταν η Ελισάβετ για τα έργα της μετά τον θάνατό της, η φωτιά, ήταν αυτή που τελικά τα περίμενε. Σε φωτιά που ξέσπασε μετά το μεγάλο σεισμό της Ζακύνθου τα χειρόγραφά των έργων της απανθρακώθηκαν.
Αλλά ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Και έγραψε την "Αυτοβιογραφία" της ως παραδειγματικό εγχειρίδιο. Γιατί ήξερε ότι η ζωή που της είχαν επιβάλλει ήταν ή ίδια με τις ζωές όλων των άλλων γυναικών. Η ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Και το κείμενό της ήταν μια κραυγή διαμαρτυρίας για όλα αυτά που οι άλλοι της επιφύλαξαν ως μοίρα, μια κραυγή με τον τρόπο που ήξερε και τα μέσα που είχε. Η ίδια μέσα της ήταν ελεύθερη. Κι ίσως το γεγονός ότι διακόσια χρόνια μετά, στο άλλο άκρο της Ελλάδας ένας τύπος κάθεται και γράφει αυτό το κείμενο, να είναι μια μορφή δικαίωσης...



ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Με τον όρο αυτοβιογραφία χαρακτηρίζουμε συνήθως ένα συνεχές αφηγηματικό κείμενο, στο οποίο ένας άνθρωπος γράφει ο ίδιος την ιστορία της ζωής του (ή ενός μέρους της). Η αυτοβιογραφία πρέπει να διακρίνεται απ' τα  απομνημονεύματα, όπου πάνω απ' όλα δίνεται έμφαση στη συμμετοχή του συγγραφικού υποκειμένου σε σημαντικά γεγονότα της εποχής του (π.χ. τα απομνημονεύματα των πολεμιστών του 1821, εκτός του ότι δεν είναι πάντα γραμμένα από τους ίδιους, δεν αναφέρονται τόσο στη ζωή των ηρώων αυτών όσο στη συμμετοχή τους στον Αγώνα για την ανεξαρτησία). Επίσης με την αυτοβιογραφία συγγενεύει και το ημερολόγιο, με τη διαφορά ότι το τελευταίο είναι ένα κείμενο χωρίς ιδιαίτερη συνοχή, που συνήθως γράφεται με μικρή ή μηδαμινή χρονική απόσταση από τα συμβάντα που περιγράφει. Η αυτοβιογραφία, αντίθετα, στις περισσότερες περιπτώσεις γράφεται σε χρόνο αρκετά μεταγενέστερο από τα όσα εξιστορεί και σ' αυτό οφείλει τουλάχιστον ένα μέρος της λογοτεχνικότητάς της.
                     ΕΛΙΣΑΒΕΤ ΜΟΥΤΖΑΝ - ΜΑΡΤΙΝΕΓΚΟΥ , ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
  
Καθώς  η  συγγραφέας  βρίσκεται  στην  ιδιαίτερη  πατρίδα  της  τη  Ζάκυνθο κατά τη νεανική της ηλικία, φθάνει η χαρμόσυνη είδηση του ξεσηκωμού των Ελλήνων συμπατριωτών εναντίον του τουρκικού ζυγού. Η είδηση αυτή τη χαροποιεί εν μέρει, καθώς και η ίδια Ελληνίδα, νιώθει έντονα την αγάπη για την πατρίδα και τον πόθο της απελευθέρωσης του
έθνους. Από την άλλη όμως, γίνεται η αιτία για να θυμηθεί για άλλη μια φορά τη δική της σκλαβιά που υπαγορεύει η γυναικεία φύση της και γι’ αυτό το λόγο πλημμυρίζει από δυσάρεστα συναισθήματα. Παίρνοντας λοιπόν αφορμή από αυτήν τη δουλεία η οποία δε μπορεί να βρει διέξοδο,  όπως  στην  περίπτωση  των  Ελλήνων,  παραθέτει  αναλυτικά  τους όρους  που  τη  σκιαγραφούν:  πρόωρος  γάμος,  απαγορεύσεις  για  τυχόν απομάκρυνση από το σπίτι, εγκλεισμός μέσα στο σπίτι και απομόνωση από κοινωνικές δραστηριότητες, αποκλεισμός από πνευματικές και δημιουργικές ενασχολήσεις. Γι’ αυτό και η ανησυχία της για την τύχη του πνευματικού  της  έργου  και  της  ιδεολογικής  της  κατάθεσης  μέσα  από μιαν εύστοχη μεταφορά κατακλύζει το τέλος του αποσπάσματος.
                       
                                                               ΓΛΩΣΣΑ-ΑΦΗΓΗΣΗ

Η Αυτοβιογραφία της Ελισάβετ Μουτζάν - Μαρτινέγκου, είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο, που παρ' όλα τα 163 χρόνια που έχει στη ράχη του, δεν έχασε τίποτα από τη φρεσκάδα του. Μέσα απ' αυτό ξεπηδάει, η δραματική μορφή ενός ανθρώπου, "που πάλεψε μονάχη της ενάντια στις βάρβαρες συνθήκες της εποχής της και της τάξης της, που συνειδητοποίησε τη σκλαβιά της και φώναξε, για τον ξεσκλαβωμό του ανθρώπου. Και μια που τα προβλήματα άλλαξαν μόνο μορφή, μα στη βάση τους παραμένουν άλυτα, η Αυτοβιογραφία της Μαρτινέγκου, παραμένει και σήμερα επίκαιρη"

Ως προς τη λογοτεχνική αξία του έργου της, μπορούμε να πούμε, πως το κείμενο διακρίνεται από Αφέλεια και απλότητα, συναισθηματισμό και αυθορμητισμό, δραματικότητα και λυρισμό. Το γράψιμό της, είναι απαλό, βελούδινο "Είναι στιγμές που γίνεται ένα αέρινο ποιήμα. Πολλές φορές έχει μια συναρπαστική δύναμη, ένα δραματικό λαχάνιασμα, που αρπάζει και παρασέρνει τον αναγνώστη στο τρέξιμό του, όπως π.χ. στο επεισόδιο της φυγής από το σπίτι και του γυρισμού"
Γλώσσα: δημοτική με λόγια στοιχεία, χρήση α΄ προσώπου. Ύφος: αυθόρμητο, δραματικό, εξομολογητικό, διαμαρτυρία. Η γλώσσα της συγγραφέα είναι η λαϊκή γλώσσα που βρίσκει κατευθείαν ανταπόκριση στην ψυχή του αναγνώστη και παράλληλα μέσα από την απλότητά της και στο συνεχή/ρέοντα ρυθμό που δημιουργεί μπορεί να  αποδώσει  στο  μέγιστο  τα  συναισθήματα  που  βιώνει  η  ίδια  η  δημιουργός. Τα συναισθήματα αυτά, συναισθήματα ανάμεικτα από χαρά κι από δυσαρέσκεια και αγανάκτηση, συναισθήματα που καταγράφουν τις παλινδρομήσεις της νεανικής και ανήσυχης ψυχής της δε θα μπορούσαν να εκφραστούν με καλύτερο τρόπο παρά μόνο μέσα από τη λαϊκότητα της έκφρασης αλλά και τα πλούσια εκφραστικά μέσα στα οποία καταφεύγει η συγγραφέας.
Αφηγηματικός τρόπος: αυτοβιογραφία ► ομοδιηγητικός ► ταύτιση συγγραφέα- αφηγητή- πρωταγωνιστή
 Ύφος / Mορφή
Οι μεταφορές, οι παρομοιώσεις, οι προσωποποιήσεις των συγγραμμάτων με μικρά παιδιά και της ίδιας με μητέρα,  η καίρια χρήση του ουσιαστικού και του επιθέτου, τα ρητορικά ερωτήματα που μένουν αναπάντητα  στο  τέλος  του  αποσπάσματος  και  απευθύνει  προς  τον  εαυτό της ποικίλουν τη γλωσσική διατύπωση και διαφοροποιούν το ύφος που κυμαίνεται μεταξύ και γοργού έως έντονα θρηνητικού και αγωνιώδους. Τέλος, η χρήση του α΄ γραμματικού προσώπου η οποία άλλωστε συνάδει και με το είδος που η συγγραφέας υπηρετεί, οι επικλήσεις προς τα ίδια τα έργα της αλλά και κάποια επιφωνήματα που υιοθετεί εξασφαλίζουν τη ζωντάνια της αφήγησης αλλά και την αμεσότητα της πρόσληψης του έργου.
                                     
                                                       Ο ΣΤΟΧΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Η  συγγραφέας  απευθύνεται  στον  απλό,  λαϊκό  αναγνώστη  και  άνθρωπο της σημερινής εποχής στον οποίο προσπαθεί μέσα από την εξιστόρηση των προσωπικών της βιωμάτων να μεταφέρει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα εκείνης της εποχής αλλά και τα ήθη, έθιμα και κοινωνικές αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας όπως διαμορφώνονται στις αρχές 9ου αιώνα, προκειμένου να έχει, συμβουλευόμενος και άλλες πηγές, μιαν ολοκληρωμένη άποψη και εικόνα για την εποχή και τις συνθήκες που επικρατούσαν. Η εστίαση στο γεγονός του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα γίνεται για να τονιστεί η σημασία και η αξία του αλλά και η προβολή εννοιών όπως η πατρίδα, η θρησκεία και κυρίως η ελευθερία για τις οποίες πραγματοποιείται ο αγώνας των Ελλήνων υπενθυμίζουν στο σύγχρονο αναγνώστη την αξεπέραστη και διαχρονική αξία τους αλλά και του υποδεικνύουν μια στάση ζωής που είναι γεμάτη από αυταπάρνηση και διαποτισμένη από το φιλελευθερισμό. Παράλληλα, η παρακολούθηση των δεινών της γυναικείας φύσης, δεινών που έχουν να κάνουν με τις καθημερινές τους ασχολίες και δραστηριότητες, ρίχνουν φως  στις  καθιερωμένες  αντιλήψεις  της  εποχής  που  υποστηρίζουν  την κατωτερότητα της γυναίκας, κάνουν αισθητή την αντίθεση με το σήμερα και ίσως βοηθούν τον αναγνώστη να συνειδητοποιήσει τη σημασία της ισότητας όλων των ανθρώπων αλλά και του ελεύθερου πνεύματος που δεν  υποκύπτει  σε  εθελοδουλίες  αλλά  ανυπότακτος  και  ελεύθερος  διαγράφει τη δική του πορεία και τελικά κατακτά την ευτυχία του.
                  

                       Η ΕΙΔΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ-ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ

Στο  συγκεκριμένο  απόσπασμα  η συγγραφέας,  μας μεταφέρει στην ηλικία των παιδικών και νεανικών της χρόνων, τότε που ο δάσκαλός της ανακοίνωσε στην ίδια και στους υπόλοιπους μαθητές το χαρμόσυνο γεγονός της έναρξης της επανάστασης. Η είδηση ανακοινώνεται με πολλή χαρά, καθώς η Επανάσταση, τόσο στη συνείδηση της ίδιας της συγγραφέας όσο και όλων των Ελλήνων, αποτελεί τον αναγκαίο όρο και αναγκαία προϋπόθεση για την  ποτίναξη του ζυγού της σκλαβιάς και την κατάκτηση στη συνέχεια της ελευθερίας. Από τα λόγια της είδησης, η συγγραφέας μας μεταφέρει κατευθείαν και επικεντρώνει την προσοχή μας στις δικές της αντιδράσεις στο άκουσμα του γεγονότος αυτού. Από τη μια, αντιμετωπίζει το γεγονός σαν γνήσια Ελληνίδα που ταυτιζόμενη κι αυτή με τις έννοιες  της  πατρίδας  και  της  ελευθερίας,  επιθυμεί  να  ενισχύσει  τον Αγώνα με το δικό της τρόπο και προσδοκά την πολυπόθητη ελευθερία που η σωστή χρησιμοποίησή της ως αγαθού, οδηγεί στην ύψιστη επιτυχία. (Εγώ εις τα λόγια του άκουσα το αίµα µου να ζεσταίνει, επεθύµησα από καρδίας να ήθελεν ηµπορώ να ζωστώ άρµατα,  επεθύµησα από καρδίας να ήθελε ηµπορώ να τρέξω διά να δώσω βοήθειαν εις ανθρώπους, όπου δι’ άλλο –καθώς εφαίνετο–  δεν επολεµούσαν,  παρά διά θρησκείαν και διά πατρίδα και διά εκείνην την ποθητήν ελευθερίαν, η οποία, καλώς  µεταχειριζόµενη, συνηθά να προξενεί την αθανασίαν,  την δόξαν,  την ευτυχίαν των λαών).Η συγγραφέας  προσδοκά την απελευθέρωση από τη σκλαβιά των Τούρκων που μαζί της θα φέρει και την πνευματική ελευθερία και θα επιτρέψει την πνευματική δημιουργία που το περιεχόμενό της περικλείεται στη λέξη  «σεμνάς Μούσας». (Δεν έλειψα από το να παρακαλέσω τον Ουρανόν διά να ήθελε τους βοηθήσει να νικήσουν,  και τοιούτης λογής να αξιωθώ και εγώ η ταλαίπωρος, να ιδώ εις την Ελλάδα επιστρεµµένην την ελευθερίαν και, µαζί µε αυτήν,  επιστρεµµένας εις τας καθέδρας τους τας σεµνάς Μούσας,  από τας οποίας η τυραννία των Τούρκων τόσον και τόσον καιρόν τας εκρατούσε διωγµένας).Από την άλλη όμως, η είδηση αυτή του αγώνα που θα επιφέρει την απελευθέρωση από το ζυγό της δουλείας και την κατάκτηση του αγαθού της ελευθερίας, της δημιουργεί ταυτόχρονα  δυσάρεστους συνειρμούς καθώς θυμάται τη γυναικεία φύση της, τη θέση που η κοινωνία προβλέπει για τη γυναίκα της εποχής της και συνειδητοποιεί τη δική της σκλαβιά από την οποία προφανώς δε μπορεί ούτε να δραπετεύσει ούτε να επαναστατήσει. Η αντίθεση της θέσης της με εκείνη στην οποία βρίσκονται οι Έλληνες αγωνιστές που παλεύουν για την ελευθερία τους και την ευτυχία τους γίνεται έντονα αισθητή ενώ το ρήμα «αναστέναξα» που χρησιμοποιεί τονίζει το αδιέξοδο της κατάστασής της απέναντι στο οποίο δε μπορεί να κάνει κάτι άλλο από το να αναστενάξει και να το υπομείνει. (Επεθύµησα,είπα από καρδίας,  αλλά εκοίταξα τους τοίχους του σπιτιού,  όπου  µε εκρατούσαν κλεισµένην, εκοίταξα τα µακρά φορέµατα της γυναικείας σκλαβίας και ενθυµήθηκα πως είµαι γυναίκα,  και περιπλέον γυναίκα Ζακυνθία,  και αναστέναξα).Έτσι από τη μια πλευρά νιώθει χαρά και προσδοκία για εθνική και πνευματική απελευθέρωση και αποκατάσταση ενώ  από την άλλη λύπη μπροστά στο δικό της κλοιό που μοιάζει αδιέξοδος.
         
         ΟΙ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΣΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ

 Οι έννοιες της ελευθερίας  και της σκλαβιάς διαμετρικά αντίθετες ως προς το περιεχόμενό τους παρουσιάζονται στο κείμενο μέσα από τα συναισθήματα  που  προκαλούν  στην  ψυχή  της  ηρωίδας  –  συγγραφέα  με ανάλογο τρόπο. Έτσι, η έννοια της ελευθερίας παρουσιάζεται με τα πιο ζωηρά χρώματα και εγκωμιαστικά λόγια. Η έννοια της ελευθερίας δημιουργεί χαρά στην ίδια, είναι ποθητή δηλαδή τόσο πολύ επιθυμητή που κατακλύζει τα όνειρα και τις σκέψεις της αλλά συγχρόνως αποτελεί και το υπέρτατο  αγαθό που αποτελεί το
προπύργιο για την αθανασία, τη δόξα και την ευτυχία του ανθρώπου. Κατ’ αντίθεση, η
σκλαβιά που στο συγκεκριμένο  κείμενο  δεν  είναι  μόνο  η  σκλαβιά  των  Ελλήνων  στους Τούρκους    αλλά  κυρίως  η  γυναικεία  σκλαβιά  και  οι  περιορισμοί  που υπαγορεύει η θέση της γυναίκας στην κοινωνία παρουσιάζεται με δραματικό τρόπο μέσα από την εμπειρία της ίδιας της δημιουργού. Αυτή η κατάσταση που υπομένει και που δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά μια άλλη μορφή δουλείας κατά την αντίληψή της,  καταδυναστεύει τις επιθυμίες της, τις ανάγκες της, περιορίζει τη δυναμικότητά της και τη θέλησή της για δράση  και  προσφορά,  ακυρώνει  την  πνευματική  της  ικανότητα  και
έμπνευση και επομένως την καθιστά τραγικό και δυστυχισμένο πρόσωπο.
                           
                                              Η ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ
  
  «Kαι ενθυμήθηκα πως είμαι γυναίκα»
Η θέση της γυναίκας, όπως παρουσιάζεται μέσα από τα βιώματα της ίδιας της συγγραφέα, απηχεί τη θέση της στην ελληνική κοινωνία των αρχών του 19ου αιώνα και αντικατοπτρίζει επομένως και τις κυριάρχουσες κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής. Η θέση της γυναίκας όπως παρουσιάζεται μέσα από τις εμπειρίες της νεαρής δημιουργού παρομοιάζεται με αληθινή σκλαβιά, με ασφυκτικό κλοιό από τον οποίο ωστόσο δε μπορεί να βρει διέξοδο και συνεχώς την περιορίζει. Η γυναικεία φύση σύμφωνα με τις αντιλήψεις της εποχής θέλει τη γυναίκα πιστή σύντροφο του συζύγου της από τη νεανική  της κιόλας ηλικία· η προσήλωσή της αυτή ταυτόχρονα της αφαιρεί πολλά δικαιώματα αλλά και ελευθερίες. Είναι αναγκασμένη να ζει διαρκώς μέσα στο χώρο του σπιτιού σαν φυλακισμένη, να φροντίζει γι’ αυτό και για τα μέλη του ενώ κοινωνικές συναναστροφές και δημιουργικές ενασχολήσεις απαγορεύονται ρητά. Οι μόνες συναναστροφές της περιορίζονται στη συνομιλία με τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς της, ενώ όπως λέει ο αδελφός της και ο θείος της << ή ολίγον ή τίποτε συνομιλούσαν μαζί με εμάς τες γυναίκες >>.Έτσι  σε συνδυασμό με τους άλλους καταναγκαστικούς όρους που της επιβάλλονται συντελούν στην υποδούλωση και την αποξένωσή της από κάθε πηγή ζωής. Ακόμα, μια γυναίκα δεν είχε το δικαίωμα να βοηθήσει τους επαναστάτες Έλληνες που πολεμούσαν για τη θρησκεία, την πατρίδα.Οι γυναίκες θεωρούνται υποδεέστερα πλάσματα μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον. 
Η εξάρτησή της από το ανδρικό οικογενειακό περιβάλλον της την κάνει να αισθάνεται ότι, λόγω του φύλου της, βρίσκεται σε αδιέξοδο. Αν και   πρόκειται για μια γυναίκα μορφωμένη, με διορατικότητα, πνευματική καλλιέργεια και ευαισθησία δεν της προσδίδεται κανένα επιπλέον δικαίωμα. Η θέση της επομένως είναι ιδιαίτερα  δυσμενής ,το πνευματικό της έργο δεν εκτιμάται καθόλου από τους οικείους της και μόνη λύση παραμένει ο αργός και κακός θάνατός της στο σπίτι.  Η Ελισάβετ Μουτζάν, η οποία έζησε τον 19οαι στη Ζάκυνθο, ύψωσε φωνή διαμαρτυρίας ενάντια στην υποβιβαστική απομόνωση των γυναικών και τον αποκλεισμό τους από την εκπαίδευση. Μέσα από την αυτοβιογραφία της αντιλαμβανόμεθα τη δυστυχία του να είσαι γυναίκα εκείνη την εποχή (19ος αι.). Στο απόσπασμα, η ηρωίδα αναζητεί την ελευθερία της, έχει συνείδηση του αποκλεισμού της από κάθε μορφή δημιουργικής ζωής και εκφράζει την αγωνία της για την τύχη του πνευματικού της έργου.    


   Ο ΘΕΣΜΟΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ

Οι ανθρώπινες κοινωνίες χαρακτηρίζονται από πληθώρα οικογενειακών και συγγενικών θεσμών. Στις δυτικές κοινωνίες η παραδοσιακή-πατριαρχική οικογένεια χαρακτηριζόταν από την ανισότητα ανάμεσα στα δύο φύλα η οποία επεκτεινόταν σε όλους τους τομείς της ζωής.
Στο παρελθόν η οικογένεια ήταν κατά κανόνα πατριαρχική. Ο άνδρας, δηλαδή ο πατέρας ή ο γιος όταν δεν υπήρχε πατέρας, ήταν ο αρχηγός της οικογένειας. Με τον τίτλο αρχηγός εννοούμε ότι ο άνδρας ήταν εκείνος που αποφάσιζε για ό,τι αφορούσε τα μέλη της οικογένειας ακόμα και αν τα ίδια τα μέλη - η γυναίκα, τα παιδιά ή και κάποιες φορές συγγενείς δευτέρου βαθμού, δεν συμφωνούσαν με τις αποφάσεις του, οι οποίες αφορούσαν τις ίδιες τις ζωές τους. Για παράδειγμα, στο θέμα του γάμου ο πατέρας αποφάσιζε τον μέλλοντα γαμπρό της κόρης του, ο οποίος σχεδόν πάντα επιλεγόταν βάση της κοινωνικής του θέσης και της οικονομικής του κατάστασης. Κάτι αντίστοιχο συνέβαινε και με την επιλογή της νύφης. Όσο αφορά τη μητέρα, δεν είχε σχεδόν καμία ελευθερία μέσα στην οικογένεια. Ήταν υποτελής στον άνδρα της, ο οποίος αποφάσιζε για όλες τις υποθέσεις της οικογένειας. Ασχολούταν με τις οικιακές εργασίες και με την ανατροφή των παιδιών της. Τα παιδιά ανάλογα με το φύλο τους είχαν και διαφορετική μεταχείριση από τους γονείς. Τα αγόρια βοηθούσαν τον πατέρα στην δουλειά του ενώ τα κορίτσια παρέμεναν στο σπίτι με την μητέρα και βοηθούσαν στις δουλειές του σπιτιού. Επίσης, τα πολλά κορίτσια, ειδικότερα στις φτωχές οικογένειες, θεωρούνταν κακοτυχία επειδή οι γονείς τους θα έπρεπε να τους εξασφαλίσουν προίκα, για να τις παντρέψουν.
Την σημερινή εποχή, η δομή της οικογένειας εμφανίζεται πολύ πιο διαφορετική απ’ ότι παλαιοτέρα. Η συνηθέστερη οικογένεια χαρακτηρίζεται ως πυρηνική, δηλαδή αποτελείται από τον πατέρα, την μητέρα και τα παιδιά. Ο πατέρας και η μητέρα έχουν ίσα δικαιώματα μέσα στην οικογένεια αλλά και στην κοινωνία. Τα παιδιά δεν εργάζονται πλέον, αλλά πηγαίνουν στο σχολειό ανεξάρτητα από το φύλο τους. Επίσης, αυτά αποφασίζουν πλέον για το μέλλον τους και το ποιον θα παντρευτούν και όχι ο πατέρας και δεν υπάρχουν κριτήρια στην επιλογή του κατάλληλου ατόμου, το μόνο που χρειάζεται είναι αγάπη. Μεταξύ των δυο τύπων οικογενειών υπάρχουν πολλές διαφορές. Τη σημερινή οικογένεια χαρακτηρίζει η ισότητα που υπάρχει ανάμεσα στα μελή της ενώ στην παραδοσιακή οικογένεια του παρελθόντος επικρατούσε η βούληση του αρχηγού της οικογενείας, δηλαδή του άνδρα.  Η γυναίκα δεν παραμένει κλεισμένη στο σπίτι για να ασχολείται με τις δουλείες του σπιτιού και την ανατροφή των παιδιών αλλά έχει το δικαίωμα να εργάζεται και κατά συνέπεια να αποκτά τα δικά της χρήματα. Αύτη η αλλαγή δεν έγινε μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα αλλά με το πέρασμα πολλών αιώνων. Διάφορα γεγονότα που στιγμάτισαν τις κοινωνίες στο παρελθόν όπως οι αγώνες για την ανεξαρτητοποίηση της γυναικάς και η εξίσωση των δικαιωμάτων της με τον άντρα, η βιομηχανική επανάσταση, ο διαφωτισμός και η αύξηση του αριθμού των επαγγελμάτων είχαν ως αποτέλεσμα την σημερινή μορφή της οικογένεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου